- τροχοειδῶς
- τροχοειδήςround like a wheeladverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τροχοειδώς — Α επίρρ. βλ. τροχοειδής … Dictionary of Greek
τροχοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει σχήμα τροχού, κυκλικός νεοελλ. 1. ανατ. χαρακτηρισμός άρθρωσης κατά την οποία ένας άξονας περιστρέφεται μέσα σε έναν δακτύλιο ή ένας δακτύλιος κινείται γύρω από έναν άξονα, όπως είναι η κερκιδωλενική άρθρωση 2. φρ.… … Dictionary of Greek